αιμάτωμα

αιμάτωμα
Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω της θέσης τους και όσα παρουσιάζουν κινδύνους επιμόλυνσης.
* * *
το Ιατρ.
συλλογή αίματος σε κοιλότητα ή ιστό τού σώματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. (αι)μάτωμα παράγεται από το ρ. (αι)ματώνω. Ο επιστημον. όρος αιμάτωμα προέρχεται από το haematoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ρ. αἱματῶ (-όω)*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιμάτωμα — το συσσώρευση αίματος κάτω από το δέρμα ή μεταξύ των οστών: Έχει στο πόδι ένα μικρό αιμάτωμα· μάτωμα, το το να τρέξει αίμα: Υποφέρει από το συχνό μάτωμα της μύτης του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιμάτωμα — Διόγκωση που εμφανίζεται στο κρανίο των νεογνών κατά τις πρώτες ώρες ή μέρες μετά τον τοκετό. Πρόκειται για αιμάτωμα που οφείλεται σε κακώσεις του κρανίου κατά τον τοκετό, δεν ξεπερνά την περιοχή που έχει υποστεί την κάκωση και υποχωρεί μέσα σε 8 …   Dictionary of Greek

  • τραχηλαιμάτωμα — το, Ν ιατρ. αιμάτωμα τού στερνοκλειδομαστοειδούς μυός το οποίο προκαλείται στο νεογνό από ρήξη αυτού τού μυός κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trachelhematome (< τράχηλος + αιμάτωμα)] …   Dictionary of Greek

  • ωταιμάτωμα — και ωθαιμάτωμα, το, Ν ιατρ. αιμάτωμα στο πτερύγιο τού αφτιού έπειτα από αιμορραγία που προκλήθηκε από κάκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + αιμάτωμα] …   Dictionary of Greek

  • εκχύμωμα — το (AM ἐκχύμωμα) η εκχύμωση, το αιμάτωμα …   Dictionary of Greek

  • εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • οροαιμάτωμα — το ιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής τού εμβρύου κατά τη στιγμή τού τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση τού υποδόριου κυτταρώδους ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + αιμάτωμα] …   Dictionary of Greek

  • υδροσάρκωμα — και υδρόσαρκο, το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει σαρκώδη μάζα και ορώδες υγρό ή αιμάτωμα με ελεύθερους θρόμβους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”