αιμάτωμα — το συσσώρευση αίματος κάτω από το δέρμα ή μεταξύ των οστών: Έχει στο πόδι ένα μικρό αιμάτωμα· μάτωμα, το το να τρέξει αίμα: Υποφέρει από το συχνό μάτωμα της μύτης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
κεφαλαιμάτωμα — Διόγκωση που εμφανίζεται στο κρανίο των νεογνών κατά τις πρώτες ώρες ή μέρες μετά τον τοκετό. Πρόκειται για αιμάτωμα που οφείλεται σε κακώσεις του κρανίου κατά τον τοκετό, δεν ξεπερνά την περιοχή που έχει υποστεί την κάκωση και υποχωρεί μέσα σε 8 … Dictionary of Greek
τραχηλαιμάτωμα — το, Ν ιατρ. αιμάτωμα τού στερνοκλειδομαστοειδούς μυός το οποίο προκαλείται στο νεογνό από ρήξη αυτού τού μυός κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trachelhematome (< τράχηλος + αιμάτωμα)] … Dictionary of Greek
ωταιμάτωμα — και ωθαιμάτωμα, το, Ν ιατρ. αιμάτωμα στο πτερύγιο τού αφτιού έπειτα από αιμορραγία που προκλήθηκε από κάκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + αιμάτωμα] … Dictionary of Greek
εκχύμωμα — το (AM ἐκχύμωμα) η εκχύμωση, το αιμάτωμα … Dictionary of Greek
εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… … Dictionary of Greek
εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… … Dictionary of Greek
οροαιμάτωμα — το ιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής τού εμβρύου κατά τη στιγμή τού τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση τού υποδόριου κυτταρώδους ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + αιμάτωμα] … Dictionary of Greek
υδροσάρκωμα — και υδρόσαρκο, το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει σαρκώδη μάζα και ορώδες υγρό ή αιμάτωμα με ελεύθερους θρόμβους … Dictionary of Greek